- σαρκώδη
- σαρκώδηςfleshyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)σαρκώδηςfleshymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)σαρκώδηςfleshymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek
κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek
ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… … Dictionary of Greek
πεπερομία — (peperomia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των Πιπεριδών. Αριθμεί 500 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές. Είναι δέντρα χαμηλά ή μικροί αναρριχητικοί θάμνοι, μονοετείς ή πολυετείς. Έχουν άνθη μικρά και καρπό… … Dictionary of Greek
σέσκουλο — Λέγεται και σέσκλο (βέτα η κοινή). Φυτό (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα) της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι λαχανικό πολύ διαδομένο μοιάζει πολύ με το φυτό του τεύτλου, αλλά έχει φύλλα εδώδιμα, πολύ πλατιά, με μεσαία νεύρωση… … Dictionary of Greek
βεγόνια — (begonia). Γένος πολυετών ή μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των βεγονιδών που περιλαμβάνει περίπου 360 είδη, κυρίως τροπικά, τα οποία καλλιεργούνται σε άλλες περιοχές ως καλλωπιστικά. Ονομάζεται και μπιγόνια. Οι πόες αυτές είναι… … Dictionary of Greek